- ἀλίμενος
- ἀλίμενοςharbourlessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλίμενος — η, ο (Α ἀλίμενος, ον) (για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνι αρχ. αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λιμήν, ένος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης] … Dictionary of Greek
αλίμενος — η, ο αυτός που δεν έχει λιμάνι: Το νησί ουσιαστικά ήταν αλίμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλίμενον — ἀλίμενος harbourless masc/fem acc sg ἀλίμενος harbourless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιμένοις — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιμένου — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιμένους — ἀλίμενος harbourless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιμένων — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιμένῳ — ἀλίμενος harbourless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίμενα — ἀλίμενος harbourless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλίμενοι — ἀλίμενος harbourless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)